• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
too many adj (an excessive number of)πάρα πολλοί φρ ως επίθ
  υπερβολικά πολλοί φρ ως επίθ
 There are too many people and not enough seats!
 Υπάρχουν πάρα πολλά άτομα και όχι αρκετά καθίσματα!
too many pron (an excessive number)πάρα πολλοί φρ ως επίθ
  υπερβολικά πολλοί φρ ως επίθ
 Help yourself to chocolates, but don't eat too many or you won't have an appetite for dinner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
a few too many expr (an excessive number of)υπερβολικά πολύς επίρ + επίθ
  παραπάνω απ' ότι πρέπει περίφρ
  υπερβολικά επίρ
 This has happened a few too many times now. It has to stop.
have a few too many v expr UK, slang (drink alcohol to excess) (αλκοόλ)πίνω κάτι παραπάνω περίφρ
 The bartender kept her car keys because she had had a few too many.
one too many n (a slight excess of [sth])λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε έκφρ
 The elevator won't move; we have one too many on board.
one too many n informal, euphemism (an excess of alcoholic drink)ένα ποτηράκι παραπάνω, μερικά ποτηράκια παραπάνω έκφρ
 John had one too many and was hungover the next day.
one too many adj (a slight excess of)λίγο περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, περισσότερο από ό,τι πρέπει έκφρ
too many cooks spoil the broth expr figurative (projects fail with many people involved)όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'too many' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση too many στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «too many».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!